- μαξιλαρώνω
- μαξιλάρωσα, μαξιλαρώθηκα, μαξιλαρωμένος, μτβ.1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρι.2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο, ηθοποιό ή αθλητή πετώντας τα μαξιλαράκια των καθισμάτων στη σκηνή ή στο γήπεδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.