μαξιλαρώνω

μαξιλαρώνω
μαξιλάρωσα, μαξιλαρώθηκα, μαξιλαρωμένος, μτβ.
1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρι.
2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο, ηθοποιό ή αθλητή πετώντας τα μαξιλαράκια των καθισμάτων στη σκηνή ή στο γήπεδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαξιλαρώνω — [μαξιλάρι] 1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια 2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή τού θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων …   Dictionary of Greek

  • μαξιλάρωμα — το 1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια 2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά τής σκηνής τού θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας τού συγγραφέα ή τών ηθοποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”